ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΑΔΙ - Βλάσσης .Ο Σύλλογος Ψαράδων Ηρακλείου ήδη ετοιμάζεται για κινητοποίηση

ΚΑΡΑΒΑΚΙ ΓΙΑ  ΠΑΡΑΓΑΔΙ - Βλάσσης .Ο Σύλλογος Ψαράδων Ηρακλείου ήδη ετοιμάζεται για κινητοποίηση
Δεν έχει αφήσει ψάρι γιά ψάρι στο Ηράκλειο..Kαι γιά ότι θέλετε σε καραβάκι ..τηλ. 6977 266740


hit counter javascripthit counter html code





Αναγνώστες

Mensagens Para Orkut

Mensagens Para Orkut - Cartoon Recados Para Orkut

Δεν θα βρείτε καλύτερο καραβάκι πουθενά

Δεν θα βρείτε καλύτερο καραβάκι πουθενά
Click on this photo

Tο απόλυτο εργαλείο για ψάρεμα..

Tο απόλυτο εργαλείο για ψάρεμα..
Click on this photo

Welcome to Star Beach Water Park

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Ηταν αναμενόμενη η πτώση του αεροπλάνου


Η ΓΑΛΛΙΑ ΕΙΧΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ ΝΑ ΠΕΤΑΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗΠριν λίγα χρόνια η Γαλλία είχε αποκλείσει από το εθνικό της έδαφος το συγκεκριμένο αεροπλάνο της Yemenia Air λόγω του ότι υπήρχαν πολλές παρατυπίες στα όργανά του. Είναι δυνατό να το γνωρίζουν αυτό...αρχές και να μη γίνεται κάτι; Να αφήνουν τον κόσμο να πετάει; Ποιος θα εξηγήσει τώρα στις οικογένειες των θυμάτων ότι η Γαλλία το ήξερε αλλά απλά απαγόρευσε να πηγαίνει σε αυτήν;

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009


Απ: Οι κατασκευές του Daedalous (Αγαπητός Ατζολετάκης)
« Απάντηση #79 στις: Κυριακή, 26 Απρ 2009, 22:13:33 »
Εγώ αρχισα από τα CONTROL LINE οπως και οι περισσότεροι της εποχής μου.Τη δεκαετία του 70 εφτιαξα το πρώτο τηλεκατευθυνόμενο, ξύλινο απο ιταλικά σχέδια 3κάναλο με 20 OS MAX RC και προς το τέλος της ζωής του του είχα βγάλει τα συστήματα προσγείωσης διότι είχε φαγωθεί η μηχανή και δεν μπορούσε να το απογειώσει απο το βάρος που ειχε πάρει από τις πολλές επισκευές ( ...προσγειώσεις ...ακριβείας...) Μετά εφτιαξα ενα CESNNA 182 εκπαιδευτικό με τρία κανάλια και κατόπιν ένα δεύτερο πρωτότυπο και καλούπι για να κατασκευάζονται γρηγορότερα .Η ατρακτος ηταν πολυεστερική και τα φτερά απο φελιζόλ 30 κιλών ανα κυβικό μετρο, επενδεδυμένα με καπλαμά και μπάλσα χείλη προσβολής κα εκφυγής. υυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυυ Παρατήρησα λοιπόν ότι το πολυεστερικό πετούσε καλύτερα από το ξύλινο ενώ ήταν το ίδιο άεροπλάνο... Και ενώ το παλιό ξύλινο δεν μπορούσε να ''πλανάρει'' αρκετά όταν έσβηνε η μηχανή, το πολυεστερικό ''περνούσε'' το διάδρομο και πήγαινε γιά ''βρούβες''. Ο λόγος ήταν ότι το πολυεστερικό είχε στρογγυλεμένη άτρακτο με άποτέλεσμα να εχει αλλάξει η διείσδυση του και να επιρεάζεται λιγότερο από τους πλάγιους ανέμους.












Πού είσαι ρέ Αρη καί σέ ψάχνουμε..?? Πού είχες πεί ότι θά πάς..?
Raptor με πλωτήρες, canopy για 60 και Cesnna 177 Cardinal για 60 και 90-120





Mαζί με το piper

Olympus 20... αυτό για πολύ λίγους






Και ... διότι δεν συνεμορφώθειν πρός τας υποδείξεις..






Μου λέγανε και μένα ο Ανδρέας..

Λόγω της ευκαιρίας και άσχέτως θέματος.. Μην ακούτε για τις Κινέζικες τι λένε ,λειτουργούν μια χαρά
Μόνο η μουστάκα φτάνει..















Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Κάλλας


«Vissi d’arte, vissi d’amore», Έζησα για τον Έρωτα, έζησα για την Τέχνη, ακούμε την εξαίσια Μαρία Κάλλας να λέει σπαρακτικά και αγέρωχα στην όπερα «Tosca» του Πουτσίνι, μια απόφανση που έγινε σήμα κατατεθέν της Ντίβας, αυτού του θεϊκού πλάσματος με την θεϊκή φωνή, αυτού του τόσο ξακουστού και λατρεμένου από τους φίλους του λυρικού θεάτρου συμβόλου της προσήλωσης στην υψηλή τέχνη. Η Μαρία Κάλλας ως Φλόρια Τόσκα συνεχίζει: «Non feci mai male ad anima viva!», Σε πλάσμα ζωντανό δεν έκανα ποτέ κακό. Και την αλήθεια αυτή πιστοποιούν οι δεκάδες βιογραφίες της, καίτοι είχε κάποτε υποστεί την καταλαλιά, είχε χαρακτηριστεί τίγρης και στρίγκλα και κακιά. Η Κάλλας, σε πείσμα των τιμητών της, μπόρεσε να κατακτήσει την αθανασία, να μας προσφέρει ερμηνείες συγκλονιστικές, ερμηνείες απαράμιλλης ευαισθησίας και ανοξείδωτου πάθους. Τα μεγάλα, απίστευτα εκφραστικά της μάτια, και τα θρυλικά μακριά της δάχτυλα δεν έπαυαν να μαρτυρούν για την εγγενή ποιητικότητά της, για το ισόβιο βάπτισμά της στα νάματα της τέχνης και του έρωτα.Η Κάλλας υπέφερε, νιώθοντας τον έρωτα να φτάνει με πελώρια κύματα, να την κατακλύζει, μα να μην της δίνεται όσο και όπως θα το ήθελε. Από τη μια λαχταρούσε να ζήσει τον απόλυτο, άγριο, τρελό έρωτα, και από την άλλη ήξερε βαθιά ότι ο βίος της Ντίβας δεν της επιτρέπει την παράδοση στην παραφορά.. Κι ακόμα, ήταν μαθημένη να εμμένει στις προσωπικές της ηθικές αξίες, να μιλάει ολοένα και περισσότερο περί σεβασμού και ακεραιότητας, να ταλανίζεται από μια σχάση ανάμεσα στα όσα το σώμα θέλει και ζητεί και στα όσα η αξιοπρέπεια προστάζει. Μονάχα μία φορά, με τον Αριστοτέλη Ωνάση, μπόρεσε η Κάλλας να αγγίξει το απόλυτο, να το νιώσει βαθιά στα φυλλοκάρδια της, ακόμα και να γίνει έρμαιό του. Ωστόσο, και σε άλλες περιπτώσεις επέτρεψε να αφεθεί, με τον δικό της τρόπο, στου έρωτα τη δύναμη.Παρότι πολλοί μίλησαν για την «ανέραστη» Κάλλας, είναι εντελώς διαφορετική η αλήθεια. Ναι, είχε αφοσιωθεί με μεγάλο μέρος της ψυχής της στη μουσική, όπως μαρτυρεί άλλωστε και η εκθαμβωτική σταδιοδρομία της. Αλλά είναι βέβαιο ότι η Κάλλας ήθελε να ερωτεύεται με όλο της το είναι, να ανοίγει την καρδιά της και να προσφέρει τα πάντα, όποιο κι αν ήταν το ρίσκο. Δεν είχε πίσω σκέψεις, η ανιδιοτέλεια και η δοτικότητα ήσαν πάντα κεντρικά της γνωρίσματα όταν ένιωθε το σκίρτημα του πάθους. Όταν σχετίσθηκε ερωτικά με τον ιμπρεσάριο Έντυ Μπαγκαρόζι –ο οποίος ήταν αισθητά μεγαλύτερός της και παντρεμένος– η Κάλλας δεν δίστασε να του υπογράψει ένα αυτοσχέδιο συμβόλαιο, «τρελή από έρωτα», όπως σημειώνει ο Νταβίντ Λελαί, όπου του παραχωρούσε το δέκα τοις εκατό από όλα της τα μελλοντικά συμβόλαια! Αυτή η έκρηξη γενναιοδωρίας, αργότερα στάθηκε η αφορμή να συρθεί στα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών και να διασυρθεί από τους μαιτρ του «κιτρινισμού».Όπως κάθε ευάλωτο πλάσμα, και η ίδια δεν έχανε ευκαιρία να τονίσει πόσο εύθραυστη ήταν, επιζήτησε την συναισθηματική ασφάλεια, τον μανδύα της προστασίας, την εστία που λειτουργεί σαν ένα αντιστάθμισμα στο κατ’ εξοχήν ανέστιο αερικό που είναι κάθε μεγάλος καλλιτέχνης.Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η Ντίβα ανέκαθεν φρόντιζε να συνάπτει συναισθηματικές και ερωτικές σχέσεις με αρκετά, ως και πολύ, μεγαλύτερούς της σε ηλικία άντρες, που συνέβαινε μάλιστα να είναι δυναμικές, ενίοτε και δεσποτικές, προσωπικότητες. Αν εξαιρέσουμε δύο νεανικούς έρωτες, άτυχους άλλωστε, η Κάλλας γοητεύτηκε από τους ισχυρούς άντρες που ήδη είχε γοητεύσει. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της συνεσταλμένη, μελαγχολική, δεσμώτρια της κατάθλιψης και συνάμα ψαλμωδός του απόλυτου έρωτα που έμοιαζε να είναι ένα πάντα παρόν μα πάντα άπιαστο όνειρο, μια διακαής επιθυμία που ωστόσο έμενε διαρκώς μετέωρη, θαρρείς για να μπορέσει να εκφραστεί μαγευτικά μόνο μέσα από τη φωνή της αοιδού. Η ίδια έλεγε ξανά και ξανά ότι είναι απαισιόδοξη, ότι η ευτυχία διαρκεί μονάχα τρία, πέντε λεπτά, ότι υποφέρει γιατί δεν καταφέρνει να προσφέρει ερωτικά όσα θα ήθελε.Ο κεραυνοβόλος έρωτάς της για τον ευειδή και μελομανή Ιταλό αλεξιπτωτιστή Άντζιολο Ντοντόλι δεν κράτησε παρά μονάχα λίγες αυγουστιάτικες μέρες του 1942. Γνωρίστηκαν σε ένα νυχτερινό κέντρο στην Ομόνοια, τα βλέμματά τους έσμιξαν, όπως και οι φωνές τους, και μετά χάθηκαν για πάντα. Η αοιδός θα τιμήσει εκείνον τον σύντομο δεσμό πέφτοντας με τα μούτρα στη μελέτη του ρόλου της Φλόρια Τόσκα. Δεκατέσσερα χρόνια μετά, και μεγάλο αστέρι στη Σκάλα του Μιλάνου, θα συναντηθεί με έναν φίλο του Άντζιολο, δεν θα έχει λησμονήσει τίποτα, θα κάνει απανωτές ερωτήσεις για τον νεανικό της έρωτα, δεν θα μάθει τίποτα, μιας και ο Ιταλός έμοιαζε να έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης. Άλλωστε, ο Ντοντόλι προτίμησε την σιωπή, τα χείλη του δεν σχημάτισαν ποτέ ξανά το όνομα της μακρινής αγαπημένης.Η άλλη νεανική περιπέτεια της Κάλλας θα έρθει δύο χρόνια μετά και θα είναι εξίσου μετέωρη και σύντομη. Ο νεαρός Εγγλέζος αξιωματικός Ρέι Μόργκαν, ένας κομψός γαλανομάτης, θα γοητεύσει την αοιδό, αλλά δεν θ’ αργήσει να ερωτευτεί τρελά την Μάρω Σαρηγιάννη, θυγατέρα στρατηγού και μετέπειτα υφυπουργού, κι έτσι η σχέση θα ατονήσει σε μια αξιοπρεπή φιλία. Μόνιμος έρωτας της Κάλλας θα μείνει και πάλι η Τέχνη. «Δεν είμαι άγγελος», θα πει το 1959 στο περιοδικό Life, «ούτε προσποιούμαι πως είμαι. Αλλά δεν είμαι ούτε και διάβολος. Είμαι μια γυναίκα και μια σοβαρή καλλιτέχνις, και έτσι θα ήθελα να με κρίνουν».Θα ακολουθήσουν, θαρρείς με κάποια αντιστικτική συμμετρία προς τους νεανικούς εφήμερους έρωτες, οι δύο μεγάλοι δεσμοί της Κάλλας, σχεδόν δεκαετείς αμφότεροι, και με κάμποσα κοινά χαρακτηριστικά: ο γάμος με τον βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και το θυελλώδες πάθος με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση. Ο Μενεγκίνι θα την κάνει αστέρι πρώτου μεγέθους. Ο Ωνάσης θα την κάνει να νιώσει γυναίκα, απόλυτη, παθιασμένη, ερωτευμένη γυναίκα.Ο Μενεγκίνι, πατρική μορφή και είκοσι οχτώ χρόνια μεγαλύτερός της, θα συμβάλλει τα μέγιστα στην μεταμόρφωση της Μαρίας Σοφίας Άννας Καικιλίας Καλογεροπούλου, όπως είναι το πραγματικό της όνομα, σε Μαρία Κάλλας. Γνωρίζονται το 1947, η Κάλλας ερμηνεύει «Τουραντό» στη Βερόνα, ο βαθύπλουτος Μενεγκίνι γοητεύεται, την ποθεί, την πολιορκεί, την εκπορθεί, κάνει μέγιστο σκοπό της ζωής του να την επιβάλλει στο μουσικό στερέωμα, να της υποβάλλει την ιδέα να αλλάξει, να προτάξει μιαν άλλη εικόνα, να αρθεί στο ύψος της φυσικής γοητείας της. Η Κάλλας θα χάσει σε μικρό χρονικό διάστημα πάνω από τριάντα κιλά, θα γίνει η Θεϊκή Κάλλας που όλοι γνωρίζουμε, πάντα υπό την καθοδήγηση του Μενεγκίνι, με τον οποίο θα παντρευτεί τον Απρίλιο του 1949, και ο οποίος θα αναχθεί σε σούπερ μάντατζέρ της.Η Κάλλας θα κατακτήσει τη Σκάλα, λίγους μήνες μετά, και μέσα σε μια πενταετία θα γνωρίσει τον θρίαμβο και την αποθέωση. Ο έρωτας είναι μεταρσιωμένος, εκφράζεται μέσα από τις θαυμάσιες ερμηνείες της και διηθείται στην έμπλεη σεβασμού αφοσίωσή της στον Μενεγκίνι.Αν με τον Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, η Κάλλας απόλαυσε το σημαντικό για κάθε γυναίκα αγαθό που λέγεται προστασία και ασφάλεια, με τον Αριστοτέλη Ωνάση βίωσε, με τρόπο μοναδικό, τον απόλυτο έρωτα, αυτή την έκρηξη από την οποία ουδείς έχει καταφέρει ποτέ να ιαθεί, να συνέλθει οριστικώς. Ο απόλυτος έρωτας είναι η απολύτως μη ιάσιμη «αρρώστια». Δεν υπάρχουν ποτέ ασφαλή προληπτικά μέτρα εναντίον της. Και μια γυναίκα με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της μεγάλης αοιδού, δεν μπορούσε παρά να είναι εκρηκτική και στον έρωτα. Πολλοί έμειναν εμβρόντητοι όταν η Κάλλας αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Μενεγκίνι και να κάνει στ’ αλήθεια τρέλες αγκαλιά με τον Ωνάση. Αλλά, όπως λένε οι βιογράφοι, ομοφωνώντας επί του προκειμένου, η Κάλλας έγινε και πάλι η Μαρία όταν την συνεπήραν οι θωπείες και τα φιλιά του Έλληνα. Για την Κάλλας ο Ωνάσης ήταν το παν, της έκανε συναρπαστική τη ζωή, την οδήγησε σε ένα σύμπαν ερωτισμού που η ίδια το γνώριζε έως τότε κυρίως από τις όπερες και από τη λογοτεχνία. Τώρα όμως μιλούσε η ίδια η ζωή, τώρα έκαιγε η φωτιά του αληθινού πάθους. Και η Μαρία ανακάλυψε ότι τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από το πάθος του έρωτα. Και είναι προς τιμήν της ότι, αντίθετα από άλλες ομότεχνές της, αντίθετα από πολλές γυναίκες που ζούνε τον έρωτα εμμέσως, ή εξ αποστάσεως, η Κάλλας ρίχτηκε ανενδοίαστα σ’ αυτή την υπέροχη, θελκτική άβυσσο, στην αληθινή ζωή!«Ήμουν τόσο καιρό», γράφει η ίδια η Κάλλας, «κλεισμένη στο κλουβί ώστε, τη μέρα που συνάντησα τον Ωνάση και τους φίλους του, γεμάτους χάρη και ζωή, ένιωσα διαφορετική γυναίκα. Ζώντας με έναν άντρα πολύ πιο ηλικιωμένο από μένα, είχα πάθει κατάθλιψη κι είχα γεράσει πριν από την ώρα μου. Ευημερούσα με τον Μπατίστα και δεν είχα άλλη σκέψη από τα χρήματα και την κοινωνική θέση μας. Σήμερα είμαι επιτέλους φυσιολογική γυναίκα, ευτυχισμένη».Για μιαν οχταετία, ανάμεσα στα 1959 και 1967, η Κάλλας θα πάλλεται στους άγριους ρυθμούς του ανήμερου ερωτικού πάθους. Το 1965, θα εγκαταλείψει οριστικά την όπερα. Η ευαισθησία της θα κορυφωθεί επικίνδυνα, αλλά δεν την πτοεί καμία απειλή. Ζει τον έρωτά της, ζει για τον έρωτά τηςΗ Κάλλας δεν δίστασε να δώσει στον Ωνάση τα πάντα, κυριολεκτικώς, όλα. Όλα! «Ho datto tutto a te!». Σου τα έδωσα όλα, τραγουδούσε ενσαρκώνοντας τη Νόρμα. Του έδωσε ακόμα και την σταδιοδρομία της. Μετά την οριστική διάλυση της σχέσης, η Κάλλας κατέρρευσε. Αποσύρθηκε στον εαυτό της, αναζήτησε παρηγοριά στη μοναξιά –τη χειρότερη παρηγοριά, οφείλω να πω– κλείστηκε στην κατοικία της, στο Παρίσι, άλλον έναν τόπο εξορίας για κάθε απελπισμένο από τον έρωτα. Το μόνο της παρόν ήταν το παρελθόν. Το μόνο της μέλλον ήταν οι αναμνήσεις.Το 1975, ο μεγάλος έρωτας της Κάλλας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, θα οδεύσει προς την τελευταία του κατοικία। Περίπου δύο χρόνια θα κυλήσουν ώσπου να σβήσει και η μεγάλη αοιδός. Είχε πια ήδη αποκοπεί από τη ζωή. Όταν πεθαίνει ο έρωτάς σου, σβήνεις. Ο βιολογικός θάνατος είναι απλώς ζήτημα χρόνου. «Αυτή η νότα δεν θα μου βγαίνει ποτέ, γιατί έτσι τραγουδάει κανείς όταν πεθαίνει», είχε πει η Κάλλας για το φινάλε της αγαπημένης όπερας των ερωτευμένων, της «Τραβιάτα». Η Κάλλας δεν βλέπει πια σχεδόν κανέναν. Παραμελεί τον εαυτό της. Παραμελεί την εμφάνισή της. Η ίδια θα πει ότι η επιθυμία να ξεκόψει πια απ’ όλους είχε γίνει παθολογική. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977, κυριεύεται από ζάλη, νιώθει έναν πόνο στην αριστερή πλευρά, καθησυχάζει εντούτοις την πιστή της καμαριέρα, την Μπρούνα, πίνει μια γουλιά πικρό, όπως της άρεσε ανέκαθεν, καφέ, χαμογελάει. Και μετά, φεύγει. Για πάντα. Φεύγει, για εκεί όπου όλα τα κορίτσια τα λένε Βιολέτα και όλα τα αγόρια είναι ποιητές. Και ένας ποιητής, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, έγραψε για την Ερωτευμένη Ντίβα, την Θεϊκή Κάλλας: «Εσύ χαρίζεις, σκορπίζεις δώρα, έχεις ανάγκη να χαρίζεις, Για μένα υπάρχει ένα κενό στο σύμπαν/ ένα άνοιγμα στο σύμπαν/ κι Εσύ τραγουδάς από εκεί».

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

Ανέκδοτο
Ηταν τρεις πωλητές και λέγανε για την πιο έξυπνη πώληση που είχαν κάνει. Λέει ο πρώτος:- Εγώ πούλησα έγχρωμη TV σε τυφλό.- Εγω πούλησα στερεοφωνικό σε κουφό, λέει ο δεύτερος.- Εγω πούλησα ένα ρολόι κούκο σε μια ξανθιά, λέει ο τρίτος.- Ε και; αποκρίνονται οι άλλοι.- Της πούλησα και εκατό κιλά σπόρους για τον κούκο.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Λαζόπουλος



Λάκης Λαζόπουλος
Kάθε εποχή έχει τον κωμωδό της. Tον καθρέφτη της. Στα λόγια του, στα φερσίματά του, στον σαρκασμό και τις τσιρίδες του, το κοινό αναγνωρίζει τον εαυτό του, γενναίο και κακομοίρη, χλευάζει εκ του ασφαλούς τους ισχυρούς, βακχεύει συμβολικά με όσα του απαγορεύονται στον καθ’ ημέραν βίο, ορίζει υπερβατικές ταυτότητες.
Ο Λάκης Λαζόπουλος είναι ένας τέτοιος λαϊκός κωμωδός. Ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτης, κομπέρ, τηλεσχολιαστής, σταρ, σατιριστής, ο Λαζόπουλος έχει διατρέξει την τελευταία εικοσαετία μιλώντας στον Νεοέλληνα Μικρομεσαίο, και μαθαίνοντας από αυτόν.
Ο Λάκης είναι Ο Μικρομεσαίος του 1980 που εξελίχθηκε στον κουρασμένο σνομπ Ντεκλασέ του 2000. Είναι το παιδί από τη Λάρισα, ένας μικρός Χατζηχρήστος, που σπούδασε στην απίθανη Κομοτηνή των ύστερων ‘70s, και κουβαλώντας τη ζωτικότητα, τη λύσσα της βουβής επαρχίας, κατέβηκε να καταλάβει την πρωτεύουσα μιλώντας σε επήλυδες, εποίκους, νεόπλουτους, νεοδιανοούμενους, πρώην αριστερούς, κρυφο-γκέι, επαρχιώτες της Μεγάλης Ελλάδας.
Για να τους μιλήσει, έπρεπε να μάθει τη γλώσσα τους· τη μύχια γλώσσα, αυτή που δεν μιλάνε ποτέ οι ίδιοι δημόσια. Tην έμαθε κοιτώντας και ακούγοντας. H γλώσσα του ΛΛ είναι σαρίδια και μαζέματα: ό,τι μαζεύει ένα διαρκές σκάννερ, κομμάτια και κραξίματα της χαμηλής ζωής, πνιγμένη υστερία, ακκισμοί, ανικανοποίητα. Mε τερατώδες ένστικτο μαζεύει ό,τι οι άλλοι πετάνε στους κάδους της καθημερινότητας και τα ξανασερβίρει ωμά, μόνο με μια πρόφαση δράματος. Voila! H ζωή με τη φόδρα γυρισμένη έξω.
H τέχνη αυτή είναι αρχαία. Διαρκώς επίκαιρη, με υψηλή ζήτηση πάντα, απότον Aριστοφάνη έως τον Kαραγκιόζη και την αθηναϊκή επιθεώρηση. Στην περασμένη δεκαετία, όταν ο άγουρος Λάκης μάθαινε ακόμη να ακούει, τη ζήτηση αυτή εξέφρασε ο Xάρυ Kλυν. Aυτός ζωγράφισε τον Eλληνάρα της Aλλαγής, χρησιμοποιώντας όχι μονο τη γλώσσα και το ύφος του, αλλά και ένα νέο μεικτό μέσο: τη δισκογραφία και την πίστα. Δεν μπόρεσε ωστόσο να χειριστεί την τηλεόραση, να περάσει μεμιάς στα μεγα-ακροατήρια, διότι δεν υπήρχε ακόμη η δυνατότητα της ιδιωτικής.
Aντιθέτως, το ζενίθ του ΛΛ είναι η τηλεόραση. O ΛΛ είναι το πιο γνήσιο, το πιο ξεχωριστό genre της ελληνικής τηλεόρασης, αυτής που καθρεφτίζει και πολλαπλασιάζει την κοινωνία-κοινό.
O ΛΛ εκπαιδεύτηκε επί μακρόν στην επιθεώρηση και την ηθογραφική κωμωδία, χώνεψε τους τύπους τους. Mάλλον, πήρε τους τύπους της επιθεώρησης και της κινηματογραφικής κωμωδίας και τους εκσυγχρόνισε, τους έφερε στη μετανεωτερική Eλλάδα, αρχαϊκούς και μεταμοντέρνους μαζί: τον βλάχο, τον κουτοπόνηρο, τον τζαναμπέτη, τον δύσπιστο, τον είρωνα, τον εξυπνάκια. Oταν ωρίμασε, ήταν έτοιμος να βγει στο προσκήνιο, και το προσκήνιο στα τέλη των ‘90s ήταν ένα: το τηλεοπτικό. Aπευθείας μετάδοση στη μεγαλύτερη θεατρική πλατεία: μιαι χώρα που χαχανίζει μπρος στο εκράν. O ΛΛ ήταν ένας Tζακ Mπάρον καλωδιωμένος με το μικρομεσαίο σύμπαν . O ΛΛ υποδύθηκε τότε όχι μία αλλά δέκα+ περσόνες. Oι Δέκα Mικροί Mήτσοι με πανουργία πρόσφεραν μια φέτα καθρέφτη σε κάθε μικρομεσαία φυλή· μια παρηγοριά χλεύης σε κάθε εξουθενωμένο τηλεθεατή. Οι Μήτσοι είναι η αναίμακτη εκδίκηση του κακομοίρη, του looser, του απέξω. Eίναι μια τελετουργία φθόνου των πληβείων, μια ανακουφιστική αποσυμπίεση, για να ξαναζήσεις με το χάχανο και μετά απ’ αυτό.
H πανουργία του ΛΛ είναι αυτή ακριβώς: ταυτίζεται με τον πληβείο, με τον ανίσχυρο, με τον παρδαλό και τον ιδιόρρυθμο, για να μαστιγώσει τελετουργικά τον ισχυρό. Tο μαστίγωμα βέβαια σχεδόν ποτέ δεν υπερβαίνει τα όρια: όχι μόνο του πόνου, αλλά και της τηλεοπτικής σύμβασης. Tο μαστίγωμα είναι κι αυτό τελετουργικό, μια προσομοίωση, σαν να τελείται σε πριβέ κλαμπ sadomazo. Aκόμη κι έτσι όμως, οι σουσούδες κι οι κακομοίρηδες του ΛΛ λένε για τον κόσμο του χρήματος και της ισχύος, για το Vanity Fair του κρατιδίου μας, περισσότερα απ’ όλες τις κυριακάτικες εφημερίδες ― και με τι βιτριόλι…Oι πιο πετυχημένες περσόνες του ΛΛ είναι οι τραβεστί, οι αδελφές, οι φλώροι, τα υβρίδια. Σε αυτές τις περσόνες, ο ΛΛ υπερακοντίζει εαυτόν, μετουσιώνει την προσωπική του νεύρωση σε συλλογικό παραλήρημα· το discours του δεν είναι πια το παραμιλητό μιας τραβεστί ή μιας κραγμένης, αλλά η υστερία που ανατριχιάζει το συλλογικό σώμα και μένει ανείπωτη, αμίλητη. Οι παρεκκλίνουσες περσόνες του ΛΛ δίνουν διέξοδο σε αυτή την υστερία, λυτρωτική, θεραπευτική· και ταυτόχρονα την ανατροφοδοτούν: κάθε εμφάνιση της σκύλας ή της κομμώτριας ανεβαίνει οκτάβες, σοκάρει, απειλεί με θράυση. Και υποδορίως, οι κραγμένες περσόνες μετατοπίζουν ολόκληρο το ακροατήριο προς τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές: προς το κράξιμο, την ομολαγνεία, τη φρουστραρισμένη καταδίωξη του κορμιού σε καιρούς AIDS και νεοκομφορμισμού.
Πού βρίσκεται ο ίδιος ο ΛΛ; Στην τρομερή επιτυχία των Mήτσων; Στον θεατρικό εαυτό του; Mέσα στις περσόνες του; Σε ποιες περισσότερο; Mέσα στις άνισες και μισοαποτυχημένες ταινίες του; Στις γλυκερές και άνοστες συνενετεύξεις του, όπου υποδύεται τον Mέσο-Aνθρωπο-Mε-Xαρίσματα ενώπιον του Nίκου Xατζηνικολάου; Παντού. Παίρνει το χρώμα του ξενιστή. Tο επαρχιωτάκι παλεύει αενάως με τον σταρ, ο γκέι με τον αριστερό, ο επαγγελματίας με τη Σουσού. Tρέχει πίσω από τη Bουγιουκλάκη, γιατί νιώθει Bουγιουκλάκη· βγαίνει αγκαζέ με την Nτενιση, γιατί είναι Nτενίση· μοιράζεται τον ίδιο αστρολόγο με τη Δήμητρα Λιάνη όταν η Σταχτοπούτα μεσουρανεί στις κίτρινες φυλλάδες· πηδάει στα κότερα και σπεύδει αμέσως να τα αποκηρύξει· διαχειρίζεται κονδύλια φιλανθρωπίας σαν υπουργός δημοσίων σχέσεων και πολιτισμού· υποστηρίζει σθεναρά όλες τις περσόνες του· επιζητεί απεγνωσμένα τον έπαινο και του δήμου και των σοφιστών.Nομίζω ότι ο Λάκης από τη Λάρισα έχει την αμφίθυμη αγάπη του δήμου και τον δυσκοίλιο έπαινο των σοφιστών. Σαν σταρ, θα επιθυμούσε την αφειδώλευτη αγάπη του λαού, χωρίςι όρους· όμως ο λαός πια δεν αγαπά όπως τον καιρό του Aυλωνίτη και της Bασιλειάδου, και ο ΛΛ δεν είναι Aυλωνίτης ή Bασιλειάδου, είναι ένας μεταμοντέρνος κωμωδός ενώπιον μεταλλαγμένου κοινού.
Σαν σοφιστής επίσης, νομίζω ότι ο έπαινος θα του ανήκει ακόμη κι αν δεν κάνει τίποτε άλλο· μόνο και μόνο γιατί κατόρθωσε να εκφράσει την υστερία του εγχώριου μετασχηματισμού στα όψιμα 90’s. Eκφράζει το ξεψύχισμα του παλιού και την ημιτελή ανάδυση του νέου, με όλη τη νεύρωση, την παρδαλή αγωνία, την ευτράπελη συμβίωση τύπων, τρόπων, ψυχών. Ποιοι άλλοι καλλιτέχνες το τόλμησαν αυτό;
Σαν συνομήλικος, νομίζω ότι ο ΛΛ κουβαλάει όλα τα χαρίσματα και όλες τις ελλείψεις της γενιάς της Mεταπολίτευσης: λύσσα του επαρχιώτη να κατακτήσει το άστυ, λύσσα για πλούσια ζώη, κοινωνική ευαισθησία, ματαιοδοξία, πίστη στη φυλή των φίλων, μετεωρισμό ανάμεσα στις οικογένειες, ασταθή ισορροπία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, ερωτική πολυθυμία, όσφρηση για το νέο και νοσταλγία για το παλιό. Οξύς, μελό, αντιφατικός, όσο πρέπει κάλπης, όσο αντέχει ενοχικός. Συμπυκνωμένο πρόσωπο του καιρού μας ― όχι περσόνα.
περιοδικό VIEW (Καθημερινή της Κυριακής), Φεβρουάριος 2003

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009


Talk of the Town (3) - 03/06/09

Αν δεν το δεις, δεν θα το πιστέψεις! Ο ρεαλισμός σώζει! Εδώ!Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ζήτησε από τις κυβερνήσεις να τυπώνουν πάνω στα πακέτα των τσιγάρων εικόνες που να δείχνουν τις επιπτώσεις που έχει το κάπνισμα στον ανθρώπινο οργανισμό.Σύντομα, πάνω στα πακέτα θα υπάρχουν φωτογραφίες ασθενών με καρκίνο, εγκεφαλικά και σάπια δόντια.Το μέτρο πρόκειται να επεκταθεί και σε άλλα προϊόντα, ώστε να προφυλαχτούν οι πολίτες. Έτσι, πάνω στα εισιτήρια των αεροπλάνων θα υπάρχουν φωτογραφίες με διαμελισμένα και καμένα πτώματα, ενώ πάνω στα παρμπρίζ των καινούργιων αυτοκινήτων θα υπάρχουν φωτογραφίες που θα δείχνουν ανοιγμένα κεφάλια με τα μυαλά πεταμένα έξω.